απάλειψη

απάλειψη
η (Α ἀπάλειψις, -εως)
εξάλειψη, διαγραφή, ακύρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀπαλείψῃ — ἀπαλείφω wipe off aor subj mid 2nd sg ἀπαλείφω wipe off aor subj act 3rd sg ἀπαλείφω wipe off fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • отъмыти — ОТЪМЫ|ТИ (12), Ю, ѤТЬ гл. 1.Умыть: ц(с)рь повелѣ имъ ѿмыти лица сво˫а и ѥст(с)во ѡбоихъ ѹвѣде (νίψασϑαι) ГА XIV1, 94б. 2. Смыть. Образн.: тѣмь же подобаѥть ны братиѥ. пока˫аниѥмь ѡ‹т› себе всѧкѹ сквьрнѹ ѡ‹т›мывъше. ти тако к нѥмѹ пристѹпити. СбТр …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • διάλυση — η (AM διάλυσις, έως) [διαλύω] 1. ο διαχωρισμός, η ανάλυση 2. ο χωρισμός σύνθετου σώματος στα συστατικά του μέρη, η αποσύνθεση 3. αποσύνδεση, αποσυναρμολόγηση 4. διακοπή εργασιών («διάλυση καταστήματος») 5. διασκόρπιση («διάλυση συγκέντρωσης») 6.… …   Dictionary of Greek

  • διαγραφή — η (AM διαγραφή) 1. απεικόνιση, αναπαράσταση με γραμμές, σκαρίφημα, σχεδίασμα 2. η συνοπτική περιγραφή, η έκθεση, η συνόψιση 3. απάλειψη, σβήσιμο 4. (για χρέος) εξάλειψη αρχ. 1. η υποτύπωση γραμμικού σχεδίου 2. κατάλογος, πίνακας 3. διάταγμα,… …   Dictionary of Greek

  • διόρθωμα — το (AM διόρθωμα) [διορθώ] 1. τακτοποίηση, αποκατάσταση στην ορθή θέση 2. απάλειψη σφαλμάτων, συμπλήρωση κενών, βελτίωση νεοελλ. 1. επισκευή, επιδιόρθωση 2. τιμωρία αρχ. 1. όργανο ή μέσο για διόρθωση 2. (για νόμο) τροποποίηση …   Dictionary of Greek

  • εξάλειψη — η (AM ἐξάλειψις) [εξαλείφω] απάλειψη, εξαφάνιση («χαῑρε ἐξάλειψις πονηρών δαιμόνων» «ἐξάλειψη παθῶν») αρχ. επικάλυψη, σοβάντισμα …   Dictionary of Greek

  • ρετουσάρισμα — το, Ν 1. επεξεργασία φωτογραφικής πλάκας ή φωτογραφικού φιλμ για απάλειψη ατελειών 2. επεξεργασία εικόνας, καλλιτεχνικού, λογοτεχνικού ή οποιουδήποτε άλλου έργου για καλύτερη εμφάνισή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρετουσάρω κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ρετουσάρω — Ν 1. επεξεργάζομαι φωτογραφική πλάκα ή φωτογραφικό φιλμ για απάλειψη ατελειών ή τονισμό άλλων χαρακτηριστικών 2. επεξεργάζομαι εκ νέου καλλιτεχνικό, λογοτεχνικό ή άλλο έργο για να τού δώσω καλύτερη εμφάνιση και τελειότερη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • σεισάχθεια — Αρχαίος ελληνικός όρος. Η απαλλαγή από ένα βάρος, άχθος, και συγκεκριμένα από τους φόρους ή τα χρέη. Ο Σόλων είχε χορηγήσει σ. για την απόσειση από τους ώμους των πολιτών, ιδιαίτερα των καλλιεργητών, των χρεών. Δεν τα είχε αποσβέσει εντελώς, αλλά …   Dictionary of Greek

  • σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”